μαρτίνι

μαρτίνι
το I см. μανάρι
μαρτίνι2
τό II винтовка (разновидность)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "μαρτίνι" в других словарях:

  • Μαρτίνι, Αρτούρο — (Arturo Martini, Τρεβίζο 1889 – Μιλάνο 1947). Ιταλός γλύπτης. Σπούδασε στο Τρεβίζο με τον γλύπτη Καρλίνι, στη Βενετία με τον Ουρμπάνο Νόνο και στο Μόναχο στη σχολή του Χίλντεμπραντ (1909). Το 1911 ταξίδεψε στο Παρίσι μαζί με τον φίλο του ζωγράφο… …   Dictionary of Greek

  • Μαρτίνι, Σιμόνε — (Simone Martini, Σιένα 1284; – Αβινιόν 1344). Ιταλός ζωγράφος. Υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους γοτθικούς καλλιτέχνες και εκπροσώπους της σχολής της Σιένα κατά τον 14ο αι. Το πρώτο σωζόμενο χρονολογημένο έργο του τιτλοφορείται Μαεστά, και… …   Dictionary of Greek

  • Μαρτίνι, Τζιοβάνι Μπατίστα — (Giovanni Battista Martini, Μπολόνια 1706 – 1784). Ιταλός συνθέτης και θεωρητικός της μουσικής. Μπήκε στις τάξεις των φραγκισκανών μοναχών και χειροτονήθηκε ιερέας το 1722. Σχετίστηκε με τους πιο φημισμένους μουσικούς της εποχής του (Γκλουκ, Ραμό …   Dictionary of Greek

  • Μαρτίνι, Φραντσέσκο ντι Τζόρτζιο — (Francesco di Giorgio Martini, Σιένα 1439 – 1501). Ιταλός μηχανικός, αρχιτέκτονας, ζωγράφος και γλύπτης. Αρχικά εργάστηκε ως στρατιωτικός μηχανικός και αρχιτέκτονας στη Σιένα (1463 78) και στη συνέχεια τέθηκε στην υπηρεσία του Λορέντσο των… …   Dictionary of Greek

  • μαρτίνι — Οικισμός (υψόμ. 400 μ., 43 κάτ.) του νομού Καρδίτσης. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, στις νοτιοδυτικές πλαγιές του όρους Ίταμος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μουζακίου. * * * (I) το 1. οικόσιτο αρνί, θρεφτάρι 2. είδος πτηνού, νήσσα …   Dictionary of Greek

  • μαρτίνι — το 1. είδος τουφεκιού από το όνομα του εφευρέτη. 2. είδος αλκοολούχου ποτού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μαρτίνι, Φερντινάντο — (Ferdinando Martini, 1841 – 1928). Ιταλός συγγραφέας και πολιτικός. Διετέλεσε υπουργός Παιδείας (1892 93) και υπουργός Αποικιών (1915 16). Στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο υπήρξε θερμός συνήγορος της επέμβασης της Ιταλίας στο πλευρό των Συμμάχων και… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • σιένα — (Siena). Πόλη (57 745 κάτ.) της Ιταλίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (3821 τ. χλμ.), στην Τοσκάνη, από τις πλουσιότερες της χώρας σε καλλιτεχνικούς θησαυρούς. Στα τείχη που την περιβάλλουν σώζονται άθικτες σχεδόν οι αρχαίες πύλες. Αν και από …   Dictionary of Greek

  • Αβινιόν — (Avignon).Πόλη (88.000 κάτ. τo 1999) της νότιας Γαλλίας, πρωτεύουσα του νομού Βοκλίζ, στην αριστερή όχθη του Ροδανού. Η ιδιαίτερη σημασία που κατέχει στην ιστορία ως έδρα των παπών και η γεωγραφική της θέση την κατέστησαν σημείο συνάντησης των… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»